καβάλλᾳ — καβάλλαι , καβάλλης nag masc nom/voc pl καβάλλᾱͅ , καβάλλης nag masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάβαλλα — Αρχαία πόλη της Αρμενίας στην περιοχή της Ισπιράτιδας. Ονομαζόταν επίσης Κάμβαλα ή Κάβαλα. Στα Κ. υπήρχαν πολλά χρυσωρυχεία, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε στείλει τον Μένωνα με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να τα εξερευνήσει. Οι κάτοικοι όμως της… … Dictionary of Greek
καβάλλας — καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc acc pl καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβάλλαν — καβάλλᾱν , καβάλλης nag masc acc sg (epic doric aeolic) καβάλλης nag masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… … Dictionary of Greek
Καβαλία ή Καβαλίς — Περιοχή της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα, στα σύνορα Φρυγίας, Λυκίας, Πισιδίας και Παμφυλίας. Οφείλει την ονομασία της στην πόλη Κάβαλλα της περιοχής. Πρωτοκατοικήθηκε από Λυδούς Μαίονες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πολλές πόλεις της, όπως τα… … Dictionary of Greek
Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… … Dictionary of Greek