καβάλλα

καβάλλα
η 1.
1) сидение верхом; 2) верховая езда; 3) кавалерия; 2. επίρρ. верхом;

πάω (κάθομαι) καβάλλα — ездить (сидеть) верхом (на чём-л.);

§ είμαι πάντα καβάλλα — быть всегда на коне;

τον έχω καβάλλα — а) иметь превосходство, перевес над кем-л.; — б) держать кого-л. в своих руках;

ψωνίζω καβάλλα — быть обманутым при покупке


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καβάλλα" в других словарях:

  • καβάλλᾳ — καβάλλαι , καβάλλης nag masc nom/voc pl καβάλλᾱͅ , καβάλλης nag masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάβαλλα — Αρχαία πόλη της Αρμενίας στην περιοχή της Ισπιράτιδας. Ονομαζόταν επίσης Κάμβαλα ή Κάβαλα. Στα Κ. υπήρχαν πολλά χρυσωρυχεία, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε στείλει τον Μένωνα με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να τα εξερευνήσει. Οι κάτοικοι όμως της… …   Dictionary of Greek

  • καβάλλας — καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc acc pl καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλαν — καβάλλᾱν , καβάλλης nag masc acc sg (epic doric aeolic) καβάλλης nag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… …   Dictionary of Greek

  • Καβαλία ή Καβαλίς — Περιοχή της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα, στα σύνορα Φρυγίας, Λυκίας, Πισιδίας και Παμφυλίας. Οφείλει την ονομασία της στην πόλη Κάβαλλα της περιοχής. Πρωτοκατοικήθηκε από Λυδούς Μαίονες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πολλές πόλεις της, όπως τα… …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»